- παιδο-φόνος
παιδο-φόνος, Kinder, Knaben tödtend; ἀνήρ, Il. 24, 506; συμφορή, Her. 7, 190; λέαινα, Eur. Med. 1407; auch αἷμα παιδοφόνον, Kindermord, Herc. Fur. 1201; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδο-φόνος, Kinder, Knaben tödtend; ἀνήρ, Il. 24, 506; συμφορή, Her. 7, 190; λέαινα, Eur. Med. 1407; auch αἷμα παιδοφόνον, Kindermord, Herc. Fur. 1201; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποφονία — ἱπποφονία, ή (Μ) θυσία ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φονία (< φόνος < φόνος), πρβλ. βου φονία, παιδο φονία] … Dictionary of Greek
μαγοφόνια — μαγοφόνια, τὰ και μαγοφονία, ἡ (Α) φόνος τών μάγων, περσική εορτή που καθιερώθηκε το 522 π.Χ. σε ανάμνηση τής ομαδικής σφαγής τών μάγων, όταν ανακαλύφθηκε η απάτη τού μάγου ψευδο Σμέρδιος («Πέρσαι... ἐν αὐτῇ [τῇ ἡμέρᾳ] ὁρτὴν μεγάλην ἀνάγουσι ἣ… … Dictionary of Greek
στρουθιοφόντης — ὁ, Μ (για γεράκι) αυτός που σκοτώνει τα πτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθίον + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. παιδο φόντης] … Dictionary of Greek
συοφόντης — ό, θηλ. συοφόντις, ιδος, Α (μόνον το θηλ.) αυτή που φονεύει χοίρους («σὺν κυσὶ καὶ λόγχαις ταῑς πρὶν συοφόντισι», Ανθ. Παλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού τ. φόνος), πρβλ. παιδο φόντης] … Dictionary of Greek
ταυροφόντης — ὁ, Μ ταυροφόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + φόντης (< θείνω* «φονεύω» κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. παιδο φόντης] … Dictionary of Greek
τυμβοφόντης — ὁ, Α τυμβοφόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. παιδο φόντης] … Dictionary of Greek
φασσοφόντης — ὁ, Α φασσοφόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάσσα «περιστέρι» + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. παιδο φόντης] … Dictionary of Greek