- παιδο-φόντης
παιδο-φόντης, ὁ, = παιδοφονεύς, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδο-φόντης, ὁ, = παιδοφονεύς, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρουθιοφόντης — ὁ, Μ (για γεράκι) αυτός που σκοτώνει τα πτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθίον + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. παιδο φόντης] … Dictionary of Greek
συοφόντης — ό, θηλ. συοφόντις, ιδος, Α (μόνον το θηλ.) αυτή που φονεύει χοίρους («σὺν κυσὶ καὶ λόγχαις ταῑς πρὶν συοφόντισι», Ανθ. Παλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού τ. φόνος), πρβλ. παιδο φόντης] … Dictionary of Greek
ταυροφόντης — ὁ, Μ ταυροφόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + φόντης (< θείνω* «φονεύω» κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. παιδο φόντης] … Dictionary of Greek
τυμβοφόντης — ὁ, Α τυμβοφόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. παιδο φόντης] … Dictionary of Greek
φασσοφόντης — ὁ, Α φασσοφόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάσσα «περιστέρι» + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. παιδο φόντης] … Dictionary of Greek