- ἡμι-τέχνιον
ἡμι-τέχνιον, τό, Halbkunst, leichte Kunst, Dion. Thrax in B. A. 651, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-τέχνιον, τό, Halbkunst, leichte Kunst, Dion. Thrax in B. A. 651, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιτέχνιον — ἡμιτέχνιον, τὸ (Α) μισή, παρακατιανή τέχνη, δηλαδή τέχνη που δεν απαιτεί ειδική εξάσκηση και δεξιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τεχνίον (< τέχνη), πρβλ. κακο τέχνιον, χειρο τέχνιον] … Dictionary of Greek