- ἡμετέρειος
ἡμετέρειος, der unsrige; Anacr. in E. M. 429; Anazandrid. bei Ath. XIII, 570 e, ex conj.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμετέρειος, der unsrige; Anacr. in E. M. 429; Anazandrid. bei Ath. XIII, 570 e, ex conj.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημετέρειος — ἡμετέρειος, ον (Α) ημεδαπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημέτερος + κατάλ. ειος (πρβλ. ανθρώπ ειος, ταρτάρ ειος)] … Dictionary of Greek
ἡμετέρειος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετέρειον — ἡμετέρειος masc/fem acc sg ἡμετέρειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμετερείων — ἡμετέρειος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)