- ἡμι-τάριχος
ἡμι-τάριχος, halb eingesalzen; Ael. H. A. 13, 2; Archestr. Ath. III, 117 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-τάριχος, halb eingesalzen; Ael. H. A. 13, 2; Archestr. Ath. III, 117 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταριχόπλεως — ων, ΜΑ (για θάλασσα) γεμάτος από ψάρια κατάλληλα για πάστωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + πλέως «γεμάτος» (πρβλ. ἡμί πλεως)] … Dictionary of Greek