- ἡμι-τομίας
ἡμι-τομίας, ὁ, Halbverschnittener, Schol. Theocr. 3, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-τομίας, ὁ, Halbverschnittener, Schol. Theocr. 3, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιτομίας — ἡμοτομίας, ὁ (Α) ο κατά το ήμισυ ευνούχος, ο μισοευνουχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τομίας «ευνούχος» (< τέμνω)] … Dictionary of Greek