- παιδο-τόκος
παιδο-τόκος, Kinder gebärend, Sp., wie Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδο-τόκος, Kinder gebärend, Sp., wie Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεσμοτόκος — θεσμοτόκος, ον (Α) ο θεσμοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + τόκος < τίκτω (πρβλ. αρρενο τόκος, ολιγο τόκος, παιδο τόκος)] … Dictionary of Greek
σαρκοτόκος — ον, ΜΑ ζωοτόκος, αυτός που γεννά ένσαρκο ον και όχι αβγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + τόκος (< τόκος < τίκτω «γεννώ»), πρβλ. παιδο τόκος, τερατο τόκος] … Dictionary of Greek
ροητόκος — ον, Α αυτός που γεννά, που προκαλεί τη ροή τών νερών στους χειμάρρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοή + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. παιδο τόκος] … Dictionary of Greek
σκωληκοτόκος — ον, Α αυτός που γεννά σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, ηκος + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. παιδο τόκος] … Dictionary of Greek