παιδο-τρίβης

παιδο-τρίβης

παιδο-τρίβης, , der Lehrer der Knaben in der Ringkunst; Antiph. III γ 6; παλαίστρας ἀνοίγνυσι, Aesch. 1, 10; ἐν παιδοτρίβου δὲ τίνα πάλην ἐμάνϑανες; Ar. Equ. 1238, öfter; οἱ περὶ τὸ σῶμα παιδοτρίβαι τε καὶ ἰατροί, Plat. Gorg. 504 a, der auch ἡ παρὰ τοῦ γραμματιστοῠ καὶ παιδοτρίβου μάϑησις vrbdt, Prot. 312 b; Folgde. – Nach Schol. Ar. Equ. 492 auch = ἀλείπτης u. κηρωματιστής. – Bei Automed. 1 (XII, 34) mit obsconer Anspielung auf παιδεραστής.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φαρμακοτρίφτης — ο / φαρμακοτρίβης και φαρμακοτρίπτης, ΝΑ νεοελλ. 1. (παλαιότερα) κατώτερος υπάλληλος φαρμακείου που ασχολούνταν με το τρίψιμο τών φαρμακευτικών υλών 2. σκωπτικός χαρακτηρισμός φαρμακοποιού αρχ. δούλος φαρμακοπώλης ο οποίος έτριβε και παρασκεύαζε… …   Dictionary of Greek

  • καπηλοτριβώ — καπηλοτριβῶ, έω (Α) καπηλεύω, είμαι κάπηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπηλος + τριβῶ (< τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδο τριβώ, χρονο τριβώ] …   Dictionary of Greek

  • λειοτριβώ — (AM λειοτριβῶ, έω) με την τριβή μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, ψιλοκοπανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + τριβῶ (< τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδο τριβώ, φαρμακο τριβώ] …   Dictionary of Greek

  • οικοτριβώ — οἰκοτριβῶ, έω (Μ) ζω στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + τριβῶ (< τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδο τριβώ, χρονο τριβώ] …   Dictionary of Greek

  • χειροτριβώ — έω, Α τρίβω με το χέρι, χαϊδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + τριβῶ (< τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδο τριβῶ] …   Dictionary of Greek

  • χρονοτριβώ — χρονοτριβῶ, έω, ΝΜΑ καθυστερώ, αργοπορώ, χασομερώ αρχ. παρατείνω κάτι επί μακρό χρονικό διάστημα, συνεχίζω κάτι για πολύ χρόνο («χρονοτριβεῑν τὸν πόλεμον ἐλπίζων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + τριβῶ (< τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδο τριβῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”