- ἡμι-σταδιαῖος
ἡμι-σταδιαῖος, ein halbes Stadium lang, Luc. V. H. 1, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-σταδιαῖος, ein halbes Stadium lang, Luc. V. H. 1, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημισταδιαίος — ἡμισταδιαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει μήκος μισού σταδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σταδιαίος (< στά διον)] … Dictionary of Greek