- ἡμι-στατήρ
ἡμι-στατήρ, ῆρος, ὁ, Hesych., u. ἡμιστάτηρον, τό, Poll. 9, 62, halber Stater.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-στατήρ, ῆρος, ὁ, Hesych., u. ἡμιστάτηρον, τό, Poll. 9, 62, halber Stater.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιστατήρ — ἡμιστατήρ, ὁ (Α) μισός στατήρας, είδος αρχαίου νομίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + στατήρ «νόμισμα»] … Dictionary of Greek
ημιστάτηρον — ἡμιστάτηρον, τὸ (Α) μισός στατήρας, αρχαίο νόμισμα αξίας δέκα αργυρών δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + στατηρον (< στατήρ), πρβλ. εκατον στάτηρον, πεντηκοντα στάτηρον] … Dictionary of Greek