- ἡμι-πλήξ
ἡμι-πλήξ, ῆγος, halb geschlagen, getroffen, Ap. Rh. 4, 1683.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-πλήξ, ῆγος, halb geschlagen, getroffen, Ap. Rh. 4, 1683.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιπλήξ — ἡμιπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) (κυρίως για δέντρο) αυτός που έχει πληγεί ή πληγωθεί κατά το ήμισυ, ο μισοσχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + πληξ (< πλήσσω), πρβλ. αλι πλήξ] … Dictionary of Greek