- ἡμι-πλήρης
ἡμι-πλήρης, ες, halb voll, Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡμι-πλήρης, ες, halb voll, Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ήμισυς — εια, υ και μισός, ή, ό (AM ἥμισυς, εια, υ, Μ και ἥμισος, η, ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, εια, α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα) 1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός 2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ το ένα… … Dictionary of Greek
ημίπλεως — ἡμίπλεως, ων (Α) κατά το ήμισυ πλήρης, μισογεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλεως (< πίμπλημι), πρβλ. έμ πλεως, υπέρ πλεως] … Dictionary of Greek
ημιανάπαυση — η (γυμναστ.) ενδιάμεσο παράγγελμα που δίνεται μετά την «προσοχή» και πριν από την «ανάπαυση», και κατά το οποίο ο γυμναζόμενος λύνει για λίγο τη στάση τής προσοχής μετακινώντας το αριστερό πόδι του προς τα πλάγια, ωσότου δοθεί το επόμενο… … Dictionary of Greek
ημιπαγής — ἡμιπαγής, ές (Α) ο σχεδόν στερεοποιημένος, ο πηγμένος κατά το ήμισυ νεοελλ. ιατρ. τέρας με δύο σώματα ενωμένα στον θώρακα, στον λαιμό και στο κάτω μέρος τού προσώπου ώς το στόμα, που είναι κοινό για τα δύο σώματα αρχ. 1. (μτφ. για τη μάθηση)… … Dictionary of Greek