ἡδυλίζω

ἡδυλίζω

ἡδυλίζω, angenehm reden, schmeicheln, Menand. bei VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηδυλίζω — ἡδυλίζω (Α) [ηδύλος] 1. λέγω λόγους ευχάριστους και αρεστούς, κολακεύω, θωπεύω 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡδυλίσαι συνουσιάσαι» …   Dictionary of Greek

  • ἡδυλίσαι — ἡδυλίζω flatter aor inf act ἡδυλίσαῑ , ἡδυλίζω flatter aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδυλίζειν — ἡδυλίζω flatter pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδυλισμός — ἡδυλισμός, ὁ (AM) [ἡδυλίζω] 1. το να λέει κανείς γλυκόλογα, η θωπεία, η κολακεία 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡδυλισμός συνουσία» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”