- ἡδυ-λογία
ἡδυ-λογία, ἡ, angenehme Reden, Ath. IV, 164 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδυ-λογία, ἡ, angenehme Reden, Ath. IV, 164 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδύλογος — ἡδύλογος και ἡδυλόγος, δωρ. τ. ἁδύλογος, αιολ. τ. ἁδύλογος, ον (Α) 1. (προπαροξύτονο) ηδύλογος, ον (για έννοιες και για πράγματα) αυτός που ηχεί γλυκά, που ακούγεται γλυκά, που έχει γλυκιά φωνή («ἡδύλογοι λύραι μολπαί τε», Πίνδ.) 2. (παροξύτονο)… … Dictionary of Greek
καλόγλωσσος — η, ο (Μ καλόγλωττος, ον) νεοελλ. αυτός που μιλά με καλά λόγια, ο γλυκομίλητος μσν. ο εύγλωττος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ηδύ γλωσσος, πολύ γλωσσος] … Dictionary of Greek
χρυσόφθογγος — ον, Μ μτφ. αυτός που έχει χρυσή φωνή, που τα λόγια του είναι χρυσά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + φθόγγος (< φθόγγος), πρβλ. ἡδύ φθογγος] … Dictionary of Greek