- ἡδυ-μανής
ἡδυ-μανής, ές, mit angenehmem Wahnsinn, Nonn. D. 7, 269. 46, 117.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδυ-μανής, ές, mit angenehmem Wahnsinn, Nonn. D. 7, 269. 46, 117.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδυμανής — ἡδυμανής, ές (Α) ο γεμάτος γλυκιά μανία, τρέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μανής < μαίνομαι (πρβλ. γυναι μανής, ερω μανής, θεο μανής)] … Dictionary of Greek
φιλοιστρομανής — ές, Α αυτός που θέλει να οιστρηλατείται, να διακατέχεται από οίστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλοιστρος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἡδυ μανής] … Dictionary of Greek