- ἡδυ-μελής
ἡδυ-μελής, ές, angenehm singend; ἀηδών Ar. Av. 659; Μοῠσαι Mel. 86 (V, 140); αὐλῶν Χάριτες Philp. 54 (Plan. 177); – dor. ἁδυμελής, φόρμιγξ Pind. Ol. 7, 11, φωνή, ὑμνος, N. 2, 25 I. 6, 20, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδυ-μελής, ές, angenehm singend; ἀηδών Ar. Av. 659; Μοῠσαι Mel. 86 (V, 140); αὐλῶν Χάριτες Philp. 54 (Plan. 177); – dor. ἁδυμελής, φόρμιγξ Pind. Ol. 7, 11, φωνή, ὑμνος, N. 2, 25 I. 6, 20, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδυμελής — ές (AM ἡδυμελής, Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, ές, ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια) αυτός που τραγουδάει γλυκά, αρμονικός, γλυκύφθογγος, μελωδικός («ἁδυμελεῑ δ ἐξάρχετε φωνᾷ», Πίνδ.) μσν. αρχ. αυτός που ηχεί γλυκά. επίρρ... ηδυμελώς με γλυκύτητα,… … Dictionary of Greek
οξυμελής — ὀξυμελής, ές (Α) αυτός που τραγουδά δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μελής (< μέλος), πρβλ. ηδυ μελής] … Dictionary of Greek
στηθομελής — ές. ΜΑ (για τον τζίτζικα) αυτός που εκπέμπει μελωδία από το στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + μελής (< μέλος), πρβλ. ηδυ μελής] … Dictionary of Greek
τειχομελής — ές, Α αυτός που με τη μελωδία του χτίζει τείχη («κιθάρη τείχομελής» η κιθάρα τού Αμφίονος, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + μελής (< μέλος), πρβλ. ἡδυ μελής] … Dictionary of Greek