- ἡδυ-τόκος
ἡδυ-τόκος, Süßes hervorbringend, συκῆ, μέλισσα, Nonn. D. 3, 150. 41, 218.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδυ-τόκος, Süßes hervorbringend, συκῆ, μέλισσα, Nonn. D. 3, 150. 41, 218.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδυτόκος — ἡδυτόκος, ον (Α) αυτός που παράγει γλυκά πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος, ερωτο τόκος, ιππο τόκος] … Dictionary of Greek