ἡδυ-σώματος

ἡδυ-σώματος

ἡδυ-σώματος, mit angenehmem Leibe, Ggstz ἡδυγνώμων, Xen. Conv. 8, 30.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευσώματος — η, ο (Α εὐσώματος, ον) αυτός που έχει υγιές, εύρωστο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σώματος (< σώμα), πρβλ. απαλο σώματος, ηδυ σώματος, τρι σώματος] …   Dictionary of Greek

  • ηδυσώματος — ἡδυσώματος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίο σώμα, ωραία μορφή (ως αντίθ. τού ἡδυγνώμων*). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + σώματος (< σώμα), πρβλ. α σώματος, φιλο σώματος] …   Dictionary of Greek

  • ισχυροσώματος — ἰσχυροσώματος, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρό σώμα, ρωμαλέος, δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + σώματος (< σῶμα), πρβλ. απαλο σώματος, ηδυ σώματος] …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • χωρίζω — ΝΜΑ 1. θέτω χωριστά, απομακρύνω κάποιον ή κάτι από άλλους ή άλλα (α. «χώρισα τα παιδιά για να μην τσακώνονται» β. «χωρίζουσι δ ἀλλήλων λόγους», Ευρ.) 2. διασπώ κάτι το ενιαίο, διαιρώ (α. «δεν μπορείς να χωρίσεις το σώμα από την ψυχή» β. «χώρισε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”