- ἡστικός
ἡστικός, erfreuend, πάϑος S. Emp. adv. mus. 33; auch adv., ἡστικῶς πάσχειν, Ggstz von ἀλγεινῶς, adv. phys. 2, 225; ἡστικῶς διατιϑέναι τινά adv. eth. 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡστικός, erfreuend, πάϑος S. Emp. adv. mus. 33; auch adv., ἡστικῶς πάσχειν, Ggstz von ἀλγεινῶς, adv. phys. 2, 225; ἡστικῶς διατιϑέναι τινά adv. eth. 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηστικός — ἡστικός, ή, όν (Α) [ηστός] ηδονικός, ευάρεστος, ευχάριστος. επίρρ... ἡστικὼς (Α) ευάρεστα, ηδονικά … Dictionary of Greek
ἡστικοῦ — ἡστικός pleasing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡστικῶς — ἡστικός pleasing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)