- ἡστός
ἡστός, adj. verb. zu ἥδομαι, erfreu't, vergnügt, VLL. ἡδύ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡστός, adj. verb. zu ἥδομαι, erfreu't, vergnügt, VLL. ἡδύ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηστός — ἡστός, ή, όν (Α) ηδονικός, ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ησ (τού ήδομαι, πρβλ. ησ θήσομαι) + κατάλ. τος] … Dictionary of Greek
ἡστός — in de An. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡστόν — ἡστός in de An. masc acc sg ἡστός in de An. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡστοῖς — ἡστός in de An. masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡστοῦ — ἡστός in de An. masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡστήν — ἡστός in de An. fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.ησθ' — ἡστά , ἡστός in de An. neut nom/voc/acc pl ἡστά̱ , ἡστός in de An. fem nom/voc/acc dual ἡστά̱ , ἡστός in de An. fem nom/voc sg (doric aeolic) ἡστέ , ἡστός in de An. masc voc sg ἡσταί , ἡστός in de An. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείπνηστος — και δειπνηστός, ο (Α) η ώρα τού δείπνου, τού βραδινού φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + (θ.) εδ (του ρ. εσθίω «τρώγω» πρβλ. άρι σ τον*). Το η τού τύπου είναι προϊόν τού νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. δορπ ηστός)] … Dictionary of Greek
ηστικός — ἡστικός, ή, όν (Α) [ηστός] ηδονικός, ευάρεστος, ευχάριστος. επίρρ... ἡστικὼς (Α) ευάρεστα, ηδονικά … Dictionary of Greek
πάνηστος — και δ. γρφ. πάνιστος, ον, Α πολύ ευάρεστος, εξαιρετικά ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἡστός «ευχάριστος» (< ἥδομαι)] … Dictionary of Greek