- ἡρῷσσα
ἡρῷσσα, ἡ, s. ἡρώϊσσα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡρῷσσα, ἡ, s. ἡρώϊσσα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηρώσσα — ἡρῷσσα (Α) βλ. ηρώισσα … Dictionary of Greek
ἡρῷσσα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡρῷσσαι — ἡρῷσσα fem nom/voc pl ἡρωίζω write heroic verse aor inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήρωας — Mυθικό ον, στο οποίο αποδιδόταν λατρεία στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Ο ή. διακρινόταν από τη θεότητα, γιατί τον θεωρούσαν θνητό και μόνο μετά τον θάνατό του –έναν θάνατο συχνά ασυνήθιστο– αποκτούσε την ικανότητα να βοηθάει στις ανάγκες τους… … Dictionary of Greek
ήρως — ἥρως, ὁ, θηλ. ἡρωΐς και ἡρώισσα και ἡρῷσσα και ἡρωΐνη (AM) βλ. ήρωας … Dictionary of Greek
ηρώισσα — η (Α ἡρώισσα και συνηρ. τ. ἡρῷσσα) ηρωίδα νεοελλ. το πρωτεύον γυναικείο πρόσωπο ενός λογοτεχνικού έργου («και τής ηρώισσας κάποιου βιβλίου ρομαντικού», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + κατάλ. ισσα (πρβλ. βασίλ ισσα)] … Dictionary of Greek
ἡρώισσα — ἡρῴ̱σσᾱ , ἡρῷσσα fem nom/voc/acc dual ἡρωίζω write heroic verse aor ind act 1st sg (epic) ἡρωίζω write heroic verse aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡρώισσαι — ἡρῴ̱σσᾱͅ , ἡρῷσσα fem dat sg (doric aeolic) ἡρωίζω write heroic verse perf ind mp 2nd sg (epic) ἡρωίζω write heroic verse aor imperat mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)