- ἡρώειον
ἡρώειον, τό, = ἡρῷον, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡρώειον, τό, = ἡρῷον, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηρώειον — ἡρώειον, το (Α) το ηρώο, το μνημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + επίθημα –ειον (πρβλ. Βασίλ ειον, στιβάδ ειον)] … Dictionary of Greek
ήρωας — Mυθικό ον, στο οποίο αποδιδόταν λατρεία στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Ο ή. διακρινόταν από τη θεότητα, γιατί τον θεωρούσαν θνητό και μόνο μετά τον θάνατό του –έναν θάνατο συχνά ασυνήθιστο– αποκτούσε την ικανότητα να βοηθάει στις ανάγκες τους… … Dictionary of Greek