ἠΐθεος

ἠΐθεος

ἠΐθεος, (att. zsgzgn ᾔϑεος, nur p., ᾐϑέων λεκτοί Soph. O. R. 18; Eur. Phoen. 952), der mannbare, unvermählte Jüngling, Junggeselle, Il. 11, 60 Od. 6, 63; dah. παρϑένος ἠΐϑεός τε verbunden, Il. 18, 593. 22, 127, wie Her. 3, 48; Tim. lex. Plat. erkl. ἄφϑαρτος πρὸς γυναῖκας, u. so sagt Plat. μέχρι παιδογονίας ἠΐϑεοι καὶ ἀκήρατοι γάμων τε ἁγνοὶ ζῶσιν, Legg. VIII, 840 d, u. stellt ihnen γεγαμηκότα gegenüber, IX, 877 e; ἠΐϑεον ἔτι ὄντα Dem. 59, 22; Sp., Ἴασος μὲν ᾔϑεος ἔμενε, Δάρδανος δὲ ἄγεται γυναῖκα D. Hal. 1, 61. – Das fem. ἠΐϑεαι hat Nic. bei Ath. XV, 684 c, wie Antp. Sid. 2 (IX, 241). – Die Ableitung ist dunkel, vgl. αἰζηός, nach Döderlein von αἴϑω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηίθεος — ἠίθεος και συνηρ. τ. ήθεος, δωρ. φθεος, αιολ. ἠΐθεος, ό και σπαν. θηλ. ἠϊθέη (Α) 1. άγαμος, ανύπαντρος νέος, νέος που βρίσκεται σε ώρα γάμου, το παλικάρι («ἵστασαν χορούς παρθένων τε καὶ ἠϊθέων», Ηρόδ.) 2. οι θεωροί που στέλνονταν στη Δήλο 3.… …   Dictionary of Greek

  • ἠίθεος — unmarried youth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠιθέοιο — ἠίθεος unmarried youth masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠιθέοις — ἠίθεος unmarried youth masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠιθέοισι — ἠίθεος unmarried youth masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠιθέοισιν — ἠίθεος unmarried youth masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠιθέου — ἠίθεος unmarried youth masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠιθέους — ἠίθεος unmarried youth masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠιθέων — ἠίθεος unmarried youth masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠιθέῳ — ἠίθεος unmarried youth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠίθεοι — ἠίθεος unmarried youth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”