- ἠήρ
ἠήρ, έρος, ἡ, auch ὁ, im nom. nur Hippocr., = ἀήρ, die übrigen Casus Hom., Her., s. unter ἀήρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠήρ, έρος, ἡ, auch ὁ, im nom. nur Hippocr., = ἀήρ, die übrigen Casus Hom., Her., s. unter ἀήρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηήρ — ἠήρ, ὁ (Α) ιων. τ. αντί αήρ* … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αεροειδής — ές (Α ἀεροειδής, ές) (στην αρχαία, επική και ιωνική διάλεκτο ἠεροειδής) ο όμοιος με τον αέρα, αυτός που έχει τις ιδιότητες ή κάποια από τις ιδιότητες τού αέρα αρχ. 1. εκείνος που έχει το χρώμα τού αέρα ή τού ουρανού, αερόχρωμος, ουρανόχρωμος 2.… … Dictionary of Greek