ἠθάδιος, = ἠϑάς, ἠϑάδιοι φίλιοί τε, Ggstz ἐχϑροί, Opp. Cyn. 1, 448.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηθάδιος — ἠθάδιος, ον (Α) ποιητ. τ. τού ἠθάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθάς, πρβλ. αμοιβάς > αμοιβάδιος] … Dictionary of Greek
ἠθάδιοι — ἠθάδιος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)