- ἠθάνιον
ἠθάνιον (vgl. ἠϑμός), τό, ion. ἠϑήνιον, kleines Sieb oder Trichter, VLL. Nach Hellanic. bei Ath. XI, 470 d eine Art Becher bei den Aegyptiern.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠθάνιον (vgl. ἠϑμός), τό, ion. ἠϑήνιον, kleines Sieb oder Trichter, VLL. Nach Hellanic. bei Ath. XI, 470 d eine Art Becher bei den Aegyptiern.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηθάνιον — ἠθάνιον, το (Α) (κατά τον Ησύχ. «ἠθήνιον ἠθάνιον») υποκορ. τού ηθμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηθ (τού ηθ μός) + άνιον, πιθ. αναλογικώς προς τα τρυπ άν ιον, βοτ άν ιον] … Dictionary of Greek
ἠθάνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… … Dictionary of Greek