- ἠλιθιότης
ἠλιθιότης, ητος, ἡ, Thorheit, Einfalt; Plat. Rep. VIII, 560 d; καὶ ἡ ἐσχάτη ἄνοια Theaet. 176 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠλιθιότης, ητος, ἡ, Thorheit, Einfalt; Plat. Rep. VIII, 560 d; καὶ ἡ ἐσχάτη ἄνοια Theaet. 176 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠλιθιότης — folly fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλιθιότητα — ἠλιθιότης folly fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλιθιότητι — ἠλιθιότης folly fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλιθιότητος — ἠλιθιότης folly fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιθιότητα — η (AM ἠλιθιότης) [ηλίθιος] το γνώρισμα τού ηλιθίου, μωρία, ανοησία βλακεία νεοελλ. 1. σύμφυτη ή επίκτητη διανοητική κατάσταση, κατά την οποία το άτομο βρίσκεται στην κατώτατη βαθμίδα διανοητικής ανάπτυξης, τής οποίας αμέσως κατώτερος βαθμός είναι … Dictionary of Greek