- ὠλενίτης
ὠλενίτης, ὁ, tem. ὠλενῖτις, zum Ellenbogen gehörig, χόνδρος Lycophr. 135, vom Schol. durch ὠμοπλάτη erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠλενίτης, ὁ, tem. ὠλενῖτις, zum Ellenbogen gehörig, χόνδρος Lycophr. 135, vom Schol. durch ὠμοπλάτη erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωλενίτης — ὁ, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωλένη, ωλένιος («τὸν ὠλενίτην χόνδρον», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλένη + επίθημα ίτης (πρβλ. σελιν ίτης)] … Dictionary of Greek
ὠλενίτην — ὠλενί̱την , ὠλενίτης of the arm masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)