- ὠλεσί-οικος
ὠλεσί-οικος, das Haus, die Familie zerstörend, zu Grunde richtend, Aesch. Spt. 702; – das Vermögen verderbend, verschwendend, Sp., wie Liban.; vgl. B. A. 318.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠλεσί-οικος, das Haus, die Familie zerstörend, zu Grunde richtend, Aesch. Spt. 702; – das Vermögen verderbend, verschwendend, Sp., wie Liban.; vgl. B. A. 318.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ώλεσις — έσεως, ἡ, Μ απώλεια, όλεθρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ., αντί τού αμάρτυρου αρχ. *ὄλεσις (πρβλ. ἀπ όλεσις) < θ. ὀλε τού ὄλλυμι* «καταστρέφω». Ο μακρός φωνηεντισμός ω τού τ. οφείλεται πιθ. είτε σε επίδραση τών σύνθ. σε ὠλεσι (πρβλ. ὠλεσί καρπος, ὠλεσί… … Dictionary of Greek
φερέοικος — η, ο / φερέοικος, ον, ΝΜΑ, και φέροικος, ὁ, Α 1. (για ζώο) αυτός που κουβαλά μαζί του το σπίτι του, όπως λ.χ., το σαλιγκάρι ή η χελώνα 2. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, περιπλανώμενος αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ φερέοικος·α) είδος… … Dictionary of Greek
ωλεσίοικος — και ὀλεσίοικος, ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αυτός που καταστρέφει το σπίτι του, την οικογένειά του 2. αυτός που διασπαθίζει, που κατασπαταλά την περιουσία του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω»… … Dictionary of Greek
σωσίοικος — ον, Α σωτήρας τών οίκων, αυτός που σώζει τα σπιτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος* < σῴζω* + οἶκος (πρβλ. ἐγρεσίοικος, ὠλεσί οικος)] … Dictionary of Greek