ὠλεσί-καρπος

ὠλεσί-καρπος

ὠλεσί-καρπος, die Frucht verderbend, verlierend; ἰτέα Od. 10, 310, weil sie ihre Früchte vor der Reife verliert oder abwirft, Theophr.; dah. übh. unfruchtbar; so heißt auch das τύμπανον, die bei den Mysterien der Kybele gebrauchte Pauke, weil sie von entmannten Priestern geschlagen wurde, oder weil sie die Begeisterung bis zur Selbstentmannung steigerte, Opp. Cyn. 3, 283.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ώλεσις — έσεως, ἡ, Μ απώλεια, όλεθρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ., αντί τού αμάρτυρου αρχ. *ὄλεσις (πρβλ. ἀπ όλεσις) < θ. ὀλε τού ὄλλυμι* «καταστρέφω». Ο μακρός φωνηεντισμός ω τού τ. οφείλεται πιθ. είτε σε επίδραση τών σύνθ. σε ὠλεσι (πρβλ. ὠλεσί καρπος, ὠλεσί… …   Dictionary of Greek

  • φερέκαρπος — ον, Α αυτός που έχει ή παράγει καρπούς («σπέρματα φερέκαρπα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + καρπός (πρβλ. πολύ καρπος, ὠλεσί καρπος] …   Dictionary of Greek

  • ωλεσίκαρπος — και ὀλεσίκαρπος, ον, Α (επικ. τ.) 1. (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του πριν αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. άγονος 3. φρ. «ὠλεσίκαρπον τύμπανο» τύμπανο που έκρουαν στα μυστήρια τής Κυβέλης… …   Dictionary of Greek

  • φθινόκαρπος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για δέντρο) αυτός τού οποίου πέφτουν οι καρποί ή αυτός που έχασε τη γονιμότητά του, τη δύναμη τής καρποφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθιν τού ρ. φθίνω* + συνδετικό φωνήεν ο + καρπός (πρβλ. ὠλεσί καρπος)] …   Dictionary of Greek

  • ωλεσίσκαφος — ον, Μ (ποιητ. τ.) αυτός που καταστρέφει τα σκάφη, τα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + σκάφος. Ο μακρός φωνηεντισμός ω τού τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς… …   Dictionary of Greek

  • ωλεσίτεκνος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που φονεύει τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. καλλί τεκνος. Ο μακρός φωνηεντισμός ω τού τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”