ἠλυσκάζω, erkl. Suid. durch ἐκκλίνω. Vgl. ἠλασκάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλυσκάζω — ἠλυσκάζω (Α) βλ. ηλασκάζω … Dictionary of Greek
ηλασκάζω — ἠλασκάζω και ἠλυσκάζω (Α) 1. περιφέρομαι, περιπλανώμαι («ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων», Ομ. Ιλ.) 2. ξεφεύγω, αποφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού ηλάσκω*] … Dictionary of Greek