ὠο-τοκία

ὠο-τοκία

ὠο-τοκία, , das Eierlegen, Arist. gen. an. 1, 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τόκια — τόκιον interest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιντοκία — παλιντοκία, ἡ (Α) 1. το να λαμβάνει κάποιος εκ νέου τον τόκο ο οποίος έχει ήδη καταβληθεί 2. η παλιγγενεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τοκία (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ευ τοκία] …   Dictionary of Greek

  • υιοτοκία — ἡ, Μ η γέννηση γιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + τοκία (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θηλυ τοκία] …   Dictionary of Greek

  • υστεροτοκία — (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και… …   Dictionary of Greek

  • υστεροτόκια — (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”