- παιδισκεῖον
παιδισκεῖον, τό, der Ort, wo junge Mädchen sich aufhalten, bes. Hurenhaus, Ath. X, 437 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδισκεῖον, τό, der Ort, wo junge Mädchen sich aufhalten, bes. Hurenhaus, Ath. X, 437 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδισκείον — παιδισκεῑον, τὸ (Α) [παιδίσκη] οίκημα για τις δημόσιες παιδίσκες, πορνείο … Dictionary of Greek
παιδισκεῖον — for a child neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδισκείος — παιδισκεῑος, εία, ον (Α) [παιδίσκος] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε παιδί («παιδισκεῑον χλανίσκιον», πάπ.) … Dictionary of Greek