- παιδιστί
παιδιστί, nach der Knaben Art, λαλεῖν, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδιστί, nach der Knaben Art, λαλεῖν, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδιστί — (Α) επίρρ. με παιδικό τρόπο, σαν παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ιππ ιστι)] … Dictionary of Greek