- ὠμο-τόμος
ὠμο-τόμος, roh, unreif schneidend, aufschneidend; – ὠμότομος, unreif geschnitten oder aufgeschnitten; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠμο-τόμος, roh, unreif schneidend, aufschneidend; – ὠμότομος, unreif geschnitten oder aufgeschnitten; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
Μοράβια, Αλμπέρτο — (Alberto Moravia, Ρώμη 1907 – 1990). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού συγγραφέα Αλμπέρτο Πιντσέρλε (Alberto Pincherle). Ασχολείται επίσης με τη δημοσιογραφία και με την κινηματογραφική κριτική. Πρωτοεμφανίστηκε με το μυθιστόρημα Οι αδιάφοροι… … Dictionary of Greek