- ὠμο-τόκος
ὠμο-τόκος, unreif, unzeitig gebärend, fehlgebärend, ὠδῖνες Callim. Del. 120.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠμο-τόκος, unreif, unzeitig gebärend, fehlgebärend, ὠδῖνες Callim. Del. 120.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… … Dictionary of Greek