ἠμελημένως

ἠμελημένως

ἠμελημένως, adv. zum partic. perf. pass. von ἀμελέω, sorglos, nachlässig, Sp.; – vernachlässigt, ἠμ. ἔχειν Xen. Hem. 3, 11, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημελημένως — ἠμελημένως (Α) επίρρ. με αμέλεια, χωρίς φροντίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. ημελημένος τού αμελούμαι] …   Dictionary of Greek

  • ἠμελημένως — ἀμελέω have no care for perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠμελημένως in a state of neglect indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμελώ — ( έω) (Α ἀμελῶ) 1. παραμελώ, δεν φροντίζω, ολιγωρώ, αδιαφορώ 2. παθ. δεν βρίσκω την απαραίτητη φροντίδα, δεν μού δίνεται η δέουσα προσοχή, καταφρονούμαι, παραμελούμαι αρχ. 1. είμαι αμελής, απρόσεκτος, αδιάφορος 2. παραβλέπω, ανέχομαι 3. επίρρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”