- ὠαιαί
ὠαιαί, ein Ausruf des Schmerzes, wie ὠοιοί, Apoll. Dysc. de adv. p. 538.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠαιαί, ein Ausruf des Schmerzes, wie ὠοιοί, Apoll. Dysc. de adv. p. 538.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωοιοί — και ὠαιαί και αιολ. τ. ᾤαι, Α (κατά τα ανέκδοτα Βεκκήρου) επιφώνημα που δηλώνει άλγος, πόνο, ὠαιαί* … Dictionary of Greek