- ὠκιμο-ειδής
ὠκιμο-ειδής, ές, dem ὤκιμον ähnlich, von der Art desselben, Nic. Al. 280; τὸ ὠκιμ., eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠκιμο-ειδής, ές, dem ὤκιμον ähnlich, von der Art desselben, Nic. Al. 280; τὸ ὠκιμ., eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωκιμοειδής — ές, ΜΑ 1. όμοιος με το φυτό ώκιμο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκιμοειδές α) αρχαία ονομασία φυτού, που, σύμφωνα με τον Διοσκορίδη, ανήκει στο γένος σαπωναρία ή στο γένος σιληνή, η προβαταία* β) είδος τού φυτού χαμαιλέων γ) το φυτό κλινοπόδιο δ) το φυτό … Dictionary of Greek