- ὠκεανίτης
ὠκεανίτης, ὁ, fem. ὠκεανῖτις, ιδος, von, aus dem Ocean.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠκεανίτης, ὁ, fem. ὠκεανῖτις, ιδος, von, aus dem Ocean.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υδροβατίδες — (Hydrobatidae). Οικογένεια πτηνών της τάξης των ρινοτρυπόμορφων. Στην οικογένεια αυτή ανήκουν 23 είδη θαλάσσιων αποκλειστικά πτηνών, τα οποία απαντούν σε όλους τους ωκεανούς του κόσμου. Τρέφονται από οργανισμούς που επιπλέουν στην επιφάνεια της… … Dictionary of Greek