- ἠγαπημένως
ἠγαπημένως, geliebt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠγαπημένως, geliebt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηγαπημένως — ἠγαπημένως (AM) επίρρ. (μόνο κατά συγκριτ. βαθμ. ήγαπημενώτερον με μεγαλύτερη αγάπη, πιο αγαπημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ηγαπημένος του αγαπώμαι] … Dictionary of Greek