- ὠκύῤ-ῥοος
ὠκύῤ-ῥοος, schnell fließend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠκύῤ-ῥοος, schnell fließend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωκύρ(ρ)οος — ον, Α (για ποταμό) αυτός που ρέει με μεγάλη ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + (ρ)ροος (< ῥέω), πρβλ. πολύ ρροος] … Dictionary of Greek