- ἠερο-μήκης
ἠερο-μήκης, ες (lust-), himmelhoch, Orph. Arg. 922.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠερο-μήκης, ες (lust-), himmelhoch, Orph. Arg. 922.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηερομήκης — ἠερομήκης, ες (Α) (επικ. τ. τού αερομήκης) ψηλός μέχρι τον ουρανό, θεόρατος, ουρανομήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο ιων. τ. τού αερο (< αηρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + μήκης (< μήκος), πρβλ. επι μήκης, ισο μήκης] … Dictionary of Greek