- ἠερο-δῑνής
ἠερο-δῑνής oder ἠεροδίνης, αἰετός, Bian. 10 (IX, 223), der in der Luft sich schwingt, umkreis't.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠερο-δῑνής oder ἠεροδίνης, αἰετός, Bian. 10 (IX, 223), der in der Luft sich schwingt, umkreis't.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλιδίνης — καλλιδίνης, δωρ. τ. καλλιδίνας, ὁ (Α) αυτός που έχει ωραίες δίνες, ωραίες κυκλικές στροφές τού ρεύματος («Πηνειὸς ὁ καλλιδίνας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + δίνης (< δίνη), πρβλ. ηερο δίνης, πορφυρο δίνης] … Dictionary of Greek
πυριδίνης — ὁ, Α δίνη φωτιάς, περιστροφική φλόγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + δίνη (πρβλ. ηερο δίνης)] … Dictionary of Greek
ηεροδίνης — ἠεροδίνης, εω, ὁ (Α) αυτός που περιφέρεται, που περιδινείται στον αέρα («ἠεροδίνης αἰετός»), Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + δίνης (< δίνη), πρβλ. ευρυ δίνης, πυρι δίνης] … Dictionary of Greek