- ἠερο-φαής
ἠερο-φαής, ές, luftdurchleuchtend, Sonne, Theano.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠερο-φαής, ές, luftdurchleuchtend, Sonne, Theano.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηεροφαής — ἠεροφαής, ές (Α) αυτός που λάμπει στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερό , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + φαής (< φάος «φως»), πρβλ. ηλεκτρο φαής, παμ φαής] … Dictionary of Greek