- ἠερο-φοίτης
ἠερο-φοίτης, lustwandelnd, Orph. Lith. 45 Nonn. D. 6, 368.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠερο-φοίτης, lustwandelnd, Orph. Lith. 45 Nonn. D. 6, 368.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηεροφοίτις — ἠεροφοῑτις, οίτιδος, ἡ (Α) 1. αυτή που περπατά στο σκοτάδι αθέατη («ἠεροφοῑτις Έρινύς», Ομ. Ιλ.) 2. (για τη σελήνη) αυτή που διαπερνά, που διασχίζει τον αέρα 3. αυτή που κινείται στον αέρα, που πετά στον αέρα («ἠεροφοῑτις μέλισσα», Ψ. Φωκ.).… … Dictionary of Greek