- ἠερόθεν
ἠερόθεν, aus der Luft, Iul. Aeg. 25 (Plan. 107).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠερόθεν, aus der Luft, Iul. Aeg. 25 (Plan. 107).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηερόθεν — ἠερόθεν (Α) επίρρ. (ιων. και επικ. τ. τού ἀερόθεν) από τον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηερ ος) + κατάλ. θεν, δηλωτική τής προελεύσεως ή τής από τόπου κινήσεως (πρβλ. εκεί θεν, οίκο θεν)] … Dictionary of Greek
ἠερόθεν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)