- ἠερό-μορφος
ἠερό-μορφος, lustgestaltig, lustig, Orph. H. 80, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠερό-μορφος, lustgestaltig, lustig, Orph. H. 80, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηερόμορφος — ἠερόμορφος, ον (Α) αυτός που έχει μορφή αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος)] … Dictionary of Greek