ὠμός

ὠμός

ὠμός, roh, ungekocht, bes. vom Fleische; Il. 22, 347. 23, 21 Od. 18, 87. 22, 476; Ggstz ὀπταλέος 12, 396; wie Il. 4, 35 gesagt ist ὠμὸν βεβρώϑοις Πρίαμον, so steht ὠμὸν καταφαγεῖν τινα od. ὠμοῦ ἐσϑίειν τινός, Einen lebendig, mit Haut und Haaren auffressen, von der rohesten und wildesten Grausamkeit od. der Aeußerung des grimmigsten Hasses, Xen. An. 4, 8,14 Hell. 3, 3,6. – Von Feld- und Baumfrüchten, unreif, Ggstz von πέπων, Ar. Equ. 260; – aber auch ὠμὸν γῆρας, ein unzeitiges, zu früh gereiftes Alter, Od. 15, 357; Hes. O. 707; τόκος, unzeitige, zu frühzeitige Geburt, Philostr. – Uebertr. = roh, grausam, ungebildet, ὠμοί τε δούλοις πάντα καὶ παρὰ στάϑμην Aesch. Ag. 1045; εἴς τινα Eur. Hipp. 1264, vgl. I. A. 913 Hec. 359; Soph. O. R. 828; βούλευμα, στάσις, Thuc. 3, 36. 81; neben βίαιον, Ggstz von φιλανϑρωπέω, Dem. 24, 24; ὠμοὶ καὶ ἄνομοι Plat. Legg. VII, 923 e, u. öfter; – adv., ὠμῶς καὶ ἀπαραιτήτως Thuc. 3, 84, καὶ πικρῶς Dem. 29, 2, καὶ ἀναιδῶς 18, 285.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὠμός — raw masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦμος — the shoulder with the upper arm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

  • ώμος — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

  • ωμός — ή, ό επίρρ. ά 1. άψητος, άβραστος: Έφαγε τα λάχανα ωμά. 2. άγουρος, αγίνωτος. 3. σκληρός, άσπλαχνος, άκαρδος, άγριος: Οι ναζιστές ήταν ωμοί τύραννοι. 4. η παροιμία «ούτε ωμός ούτε ψημένος ούτε και τηγανισμένος» λέγεται για τους πολύ δύσκολους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ώμος — ο 1. το πάνω μέρος του θώρακα που είναι δεξιά και αριστερά από τον τράχηλο: Χτυπήθηκε στο δεξιό τον ώμο. 2. φρ., «Bαστούν οι ώμοι του», αντέχει. 3. φρ., «επ’ ώμου αρμ!», στρατιωτικό παράγγελμα για να βάλει ο οπλίτης το όπλο στον ώμο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὠμά — ὠμός raw neut nom/voc/acc pl ὠμά̱ , ὠμός raw fem nom/voc/acc dual ὠμά̱ , ὠμός raw fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμότερον — ὠμός raw adverbial comp ὠμός raw masc acc comp sg ὠμός raw neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοτάτων — ὠμός raw fem gen superl pl ὠμός raw masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοτέραις — ὠμός raw fem dat comp pl ὠμοτέρᾱͅς , ὠμός raw fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοτέρων — ὠμός raw fem gen comp pl ὠμός raw masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”