- ἠμυόεις
ἠμυόεις, heißt Nic. Th. 626 κόρκορος, nach Schol. μεμυκώς, κεκλεισμένος, συνεσταλμένος, Conj. ἠμύοντα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠμυόεις, heißt Nic. Th. 626 κόρκορος, nach Schol. μεμυκώς, κεκλεισμένος, συνεσταλμένος, Conj. ἠμύοντα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.